Μ’
ένα μωρό να ουρλιάζει στο πρόσωπο μου, μ’ ένα δάκρυ να στεγνώνει πριν ακόμα
φτάσει στο πηγούνι μου και με μια βαλίτσα σκονισμένα όνειρα ξεκίνησα για την αόρατη
χώρα.
Ψηλαφώ
και πάω. Αναζητώ κατεύθυνση και με οδηγό το ένστικτο προχωράω. Σκέφτομαι τους σάπιους
γείτονες που έμειναν πίσω και ανασαίνω πιο εύκολα. Εγωπαθείς, υποκριτές,
κερδοσκόποι. Δίπλα τους κόντεψα να χάσω το κριτήριο μου για το τι είναι καλό και
τι κακό.
Κι
αν με ρωτήσεις, τώρα που…; Θα σου απαντήσω στο άγνωστο! Γιατί εκεί έχω ελπίδα
να δω χρώματα, να δω φως, να δω το παιδί μου να μεγαλώνει με όραμα.
Όταν
πεθαίνει η ελπίδα πεθαίνουν και οι άνθρωποι.
Μ.Ρ.